ρουκέτα

ρουκέτα
η
(λ. ιταλ.), πύραυλος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ρουκέτα — και ρουκέττα και ροκέτα, η, Ν 1. πύραυλος 2. εκτοξευόμενο πυροτέχνημα 3. ποσότητα εμετού που εκτοξεύεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. rocch etta, υποκορ. τού rocca «αδράχτι» λόγω τού σχήματος τού πυραύλου] …   Dictionary of Greek

  • βόμβα — Γενικός όρος με τον οποίο υποδηλώνεται κάθε συσκευή που αποτελείται από ένα μεταλλικό περίβλημα γεμισμένο με εκρηκτική ύλη, η οποία εκσφενδονίζεται ή τοποθετείται κάπου και εκρήγνυται μέσω ενός εμπυρεύματος (καψούλι) είτε με ωρολογιακό μηχανισμό… …   Dictionary of Greek

  • ροκέτα — η, Ν βλ. ρουκέτα …   Dictionary of Greek

  • Μπουρούντι — Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με τη Ρουάντα, στα Α και στα Ν με την Τανζανία και στα Δ με τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (πρώην Ζαΐρ). Βρέχεται στα Δ από τη λίμνη Τανγκανίκα.Χώρα αποκλειστικά ηπειρωτική, χωρίς διέξοδο προς τη… …   Dictionary of Greek

  • Ρουάντα — Κράτος της Κεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Ουγκάντα, στα Δ με το Κόνγκο, και στα Α – ΝΑ με την Τανζανία.H Pουάντα βρίσκεται κυριολεκτικά στην καρδιά της «μαύρης» ηπείρου, ανάμεσα στα ηφαιστειακά βουνά που, κατά μήκος της Pιφτ Bάλεϊ,… …   Dictionary of Greek

  • πύραυλος — ο 1. κινητήρια μηχανή, η οποία εκτός από τα καύσιμα μεταφέρει και το απαραίτητο για την καύση οξειδωτικό, αλλ. ρουκέτα. 2. πυροτέχνημα που εκσφενδονίζεται και σκάει στον αέρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”